- μυστικοπαθής
- ης, ες мистический; склонный к мистике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυστικοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ρέπει προς το μυστικισμό, που ψάχνει μυστηριώδεις αιτίες σε όλα, ο μυστικόπαθος: Είναι μυστικοπαθής και δεν ξέρουμε τι του συμβαίνει και φέρεται περίεργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυστικοπαθής — ές 1. αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό ή προς καθετί μυστηριώδες 2. αυτός που προσπαθεί να κρατήσει κρυφές τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του. επίρρ... μυστικοπαθώς με μυστικοπαθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός +… … Dictionary of Greek
μυστικοπάθεια — η 1. η ενδιάθετη τάση προς τον μυστικισμό, προς αναζήτηση μυστηριωδών αιτίων και δυνάμεων στην έρευνα πραγμάτων ή καταστάσεων 2. το να μην ανακοινώνει κάποιος τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ροντενμπάκ, Ζορζ — (Rodenbach, 1855 – 1898). Βέλγος γαλλόφωνος ποιητής και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Γάνδης και για μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, δεν άργησε όμως να το εγκαταλείψει και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά… … Dictionary of Greek
μυστικόπαθος — η, ο ο μυστικοπαθής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)